- κωδωνόσχημος
- -η, -οαυτός που έχει σχήμα όμοιο μ' εκείνο τού κώδωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό-σχημος, πεταλό-σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek